Αποβραδίς Μεγάλο Σάββατο κι είχε μαζευτεί η οικογένεια στο σπίτι. Άλλωστε οι δουλειές είχαν τακτοποιηθεί από νωρίς. Το αρνί είχε μπει στο ψυγείο κι οι γαρδούμπες είχαν δεθεί με έντερα. Τα κουλούρια έστεκαν στοίβα επάνω στο τραπέζι. Σάμπως και γνώριζαν πως λίγες ήταν ακόμη οι ώρες της βασιλείας τους.
Περίμεναν όλοι να περάσει ο χρόνος ώστε να πάνε στην εκκλησία. Εκείνη την εποχή η μεγάλη εβδομάδα ήταν εξόχως σημαντικό γεγονός. Η συντριπτική πλειοψηφία ακολουθούσε πιστά τη νηστεία, τα λόγια του παπά και του δασκάλου!! Η ώρα πέρασε γρήγορα κι όλοι έβαλαν τα καλά τους σε πείσμα του σκοταδιού. Άλλωστε τα φώτα ήταν λιγοστά κι οι λεπτομέρειες δυσδιάκριτες.
Η καμπάνα καλούσε το χωριό να συναχθεί!! Να συναχθεί για τη σημαντικότερη ίσως στιγμή της χριστιανοσύνης. Την Ανάσταση! Η γιαγιά είχε βάλει από νωρίς το κακάβι με τη μαγειρίτσα να σιγοβράζει στη στόφα. Όλοι πλέον είχαν πάρει τον δρόμο για την εκκλησία.
Κατά την είσοδο ακούγονταν μονάχα η αγριοφωνάρα του ψάλτη σαν να τους καλούσε όλους σε εγρήγορση! Σαν τον τελάλη της αυτοκρατορικής πύλης του Βυζαντίου ένα πράγμα. Κατάνυξη σε υπερθετικό βαθμό. Άλλωστε όλη τη μεγάλη εβδομάδα ακάθιστοι και καθιστοί ύμνοι είχαν χαϊδέψει ή ταλαιπωρήσει τα αυτιά των πιστών.
Ξαφνικά όλα τα φώτα έσβησαν και… εγκωμιαστικά.. ..ώ γλυκύ μου έαρ.. ακούστηκε μια φωνή στο χώρο..
-«..δεύτε λάβετε φως..»!
Μια σκιά ξεπρόβαλε από την ωραία πύλη κι όρμησαν όλοι να ‘νάψουν τα κεριά τους. Το πάθος και το σπρώξιμο υπερνίκησε με μιας τη κατάνυξη. Όλοι κινήθηκαν προς τη φλόγα του κεριού σαν να λάμβαναν το αθάνατο νερό! Οι ηλικιωμένες κυρίες απέκτησαν με μιας σβελτάδα εικοσάχρονης. Οι ηλικιωμένοι; Νεανίσκοι αθλητές του στοίβου!!!. Τι σου κάνει η ελπίδα μέσα στο μισοσκόταδο!
Όλοι ποθούσαν τη φλόγα κι ένα μέρος της ευλογίας του Θεού. Το έβλεπες στα μάτια τους! Την κρατούσαν με τα χέρια να μη σβήσει!!! Να μη σβήσει, σάμπως κι από αυτή εξαρτιόταν ολάκερη η καλοτυχία της σποράς, της καλλιέργειας, της επιβίωσης! Η ώρα μέχρι την Ανάσταση ήταν πλέον λιγοστή. Κάμποσα ακαταλαβίστικα λόγια ξεστόμισαν μια ό ψάλτης και μια ο παπάς και…
-«..Χριστός Ανέστη εκ νεκρών..» ακούστηκε μελωδικά στο χώρο!
-«..Χριστός Ανέστη εκ νεκρών..» αναφωνούσαν στον ίδιο τόνο και με περισσό πάθος οι πιστοί.
Έκσταση όλων! Άλλοι συνεπαρμένοι από την Ανάσταση του Κυρίου κι άλλοι από την επικείμενη ανάστασή του στομάχου έψαλλαν «…χριστός Ανέστη εκ νεκρών»!!. Κι όταν η διαδικασία ολοκληρώθηκε, ο πάτερ ανακοίνωσε πως θα ακολουθούσε η λειτουργία της Κυριακής. Μα… οι περισσότεροι είχαν ήδη πάρει το δρόμο της επιστροφής.
Μόλις μπήκαν στο σπίτι, η μυρωδιά της μαγειρίτσας χόρευε στα αδειανά δωμάτια σαν οικοδεσπότης που περίμενε τους μουσαφίρηδες να γιορτάσουν όλοι μαζί. Τα πιάτα γέμισαν γρήγορα και τα κουτάλια ηχούσαν σαν τα βεγγαλικά που λίγη ώρα πριν είχαν πλημυρίσει τον ουρανό. Το τέλος της νηστείας!
Η μέρα ξημέρωσε και το αρνί πήρε τη θέση του στο ταψί μέσα στον πλίνθινο φούρνο. Αυγά, κουλούρια, τυριά και πρόχειροι μεζέδες γέμισαν το τραπέζι. Το σπίτι άλλωστε ήταν σε σχετικά κεντρικό σημείο κι οι μουσαφίρηδες της γειτονιάς πολλοί. Ο πατέρας είχε μάλιστα στην εσωτερική τσέπη του σακακιού μερικά βαρελότα. Βαρελότα τα οποία έριχνε μετά από μια, δύο γουλιές τσίπουρο. Στην υγειά μας αναφωνούσε και.. ..μια τσίπουρο, μια άσπρο πάτο.. και ξανά απ’ την αρχή!
Οι κροτίδες κι οι γουλιές σαν να μην τελείωναν ποτές!!
Κάπου εκεί ο μικρός της παρέας μαζί με ‘κάνα δύο φίλους ξεμονάχιασαν την καρέκλα με το σακάκι του πατέρα. Έβαλαν το χέρι γρήγορα γρήγορα στην τσέπη και κατάφεραν να αποκτήσουν πρόσβαση σε μια κροτίδα κι ένα κουτί σπίρτα. Τα πήραν παράμερα κι άρχισαν να προσομοιώνουν τις κινήσεις που είχαν δει λίγα λεπτά πριν. Ήθελαν κι αυτοί να συμμετάσχουν στη γιορτή της χριστιανοσύνης.
Ξαφνικά η κροτίδα άναψε!!!
Ταραχή έπιασε τους μικρούς από την απρόσμενη επιτυχία της προσπάθειας! Έπρεπε όμως γρήγορα να κρύψουν την αποκοτιά τους. Τα κατάφεραν εν ριπή οφθαλμού, τραβώντας το καπάκι του φούρνου και ρίχνοντάς την μέσα.
Αχός βαρύς ακούστηκε!!
Τα δευτερόλεπτα ώρες ολάκερες!! Ώρες ολάκερες και… ο θόλος του φούρνου κατέρρευσε μεμιάς μέσα σε ένα σύννεφο σκόνης.
-«Εγώ δεν έκανα τίποτα!!!» αναφώνησε ο λιλιπούτειος ξεπροβάλλοντας μέσα από τον κουρνιαχτό.
Μονάχα τα μάτια του διακρίνονταν. Τα μάτια του κι ο φόβος των συνεπειών!!! Συνεπειών της επέκτασης της νηστείας για μια μέρα ακόμη.
«Δε πειράζει!!!» Αναφώνησε ο Πατέρας! Το τσίπουρο άλλωστε είχε επιβιώσει..
..στην υγειά μας και χρόνια πολλά!